δυοκαίδεκα

δυοκαίδεκα
δυοκαίδεκα οι, αι, τα (άκλιτο) (Α)
δώδεκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δυοκαίδεκα — twelve indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυοκαίδεκ' — δυοκαίδεκα , δυοκαίδεκα twelve indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυόδεκα — δυοκαίδεκα twelve indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • HORAE — I. HORAE Calabriae urbs. Curopalates. II. HORAE Iovisac Themidis filiae. Hesiod. in Theogonia, Δεὐτερον ἠγάγετο λιπαρην` Θέμιν, ἣ τέκεν Ω῞ρας, Ε᾿υνομίην τε, Δίκην τε, καὶ Ε᾿ιρήνην τεθαλυῖαν, Α῞ιτ᾿ ἔργ᾿ ὡρεύουςι καταθνητοῖςι βροτοῖςι. Orpheus non… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ …   Dictionary of Greek

  • υποκύω — Α (επικ. τ.) (συν. το παθ.) ὑποκύομαι (συν. για γυναίκα αλλά και για θηλυκό ζώο) μένω έγκυος, συλλαμβάνω (α. «ἡ δ ὑποκυσαμένη διδυμάονε γείνατο παῑδε», Ομ. Ιλ. β. «αἱ δ ὑποκυσάμεναι ἔτεκον δυοκαίδεκα πώλους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”